- ακρολόγος
- -ο (Α ἀκρολόγος, -ον)αυτός που συλλέγει, δρέπει τις κορυφές, ο κορφολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + -λόγος < λέγω «συλλέγω».ΠΑΡ. ακρολογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ακρολογώ — (Α ἀκρολογῶ, έω) συλλέγω τις κορυφές τών βλαστών, κορφολογώ νεοελλ. 1. καθαρίζω τις άκρες τού αγρού από τους θάμνους ή τα αγριόχορτα 2. αφαιρώ τα εμπόδια, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρολόγημα] … Dictionary of Greek